|
раздевать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово раздевать? — ξεντύνω как с (ново)греческого переводится слово ξεντύνω? — раздевать — υπερπόντιος — επίσταξη — λευκωματουρία — αψήφιστος — ζάλισμα — ασπριστής — ιντερμέδιο — αβόγγητος — μονόφθογγος — αναγεννώμενος — αυτοπέδηση — αυχενικός — βρύω — ευνόητος — κουσελιάρα — αλατουργια — γονυπετής — καρδιαναστροφή — φυγόκεντρος — αυτόβουλος — ηλιοκεντρικός |
|||