|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αναβαπτισμένος? — — αλλοεθνής — μηχανοστάσιο — γλυκύς — αντιθρησκευτικός — συγκλονίζω — πέπλο — σεξουαλικός — αλλοιωμένος — ευεπίφορος — αναβαπτίζω — σαφρακιασμένος — ελικοπτεροφόρος — κορυφάς — επιβουλεύομαι — προασκώ — ξεπάτωμα — επίζηλος — ωσάν — γούστο — ταυτογνωμονώ — πραίτωρας |
|||