Новогреческий словарь
διαστάλαξη
διαστάλαξη
(-εως) η уст. 1)
процеживание
;
2)
выливание
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
процеживание
? —
διαστάλαξη
как на
(ново)греческом
будет слово
выливание
? —
διαστάλαξη
как с
(ново)греческого
переводится слово
διαστάλαξη
? — процеживание, выливание
#
(ново)греческий словарь
—
ψυχιατρείο
—
γυναικολατρεία
—
γναμμένος
—
ομοιόμορφον
—
νερόμυλος
—
απαίνευτος
—
κωλόχαρτο
—
δυσβάστακτα
—
ψύχω
—
αφροστέφανος
—
λουκούμι
—
υδρομάστευση
—
μιλτόχρους
—
βιβλιοθηκονομία
—
ξεκοίλιασμα
—
περιγέλαστος
—
ακαμψία
—
πλανεύτρα
—
σιμίτης
—
νεώτερος
—
λατομικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве