|
настилать потолок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово настилать потолок? — νταβανώνω как с (ново)греческого переводится слово νταβανώνω? — настилать потолок — έπαθλο — κεντάω — ξυλόπροκα — λησταποδόχος — χοροπηδώ — γλύφω — τοπομαχία — αλλοτριολογώ — αποβιβάζομαι — μενσεβικισμός — κατακεκλιμένος — καταχώνω — ευωδιασμένος — ωροσκοπία — ζευγαρίζω — πατουλιά — ώμορφος — εγγίζω — εμμάρτυρος — εγχειρίδιο — ξεθέρμισμα |
|||