Новогреческий словарь
αμετασχημάτιστος
αμετασχημάτιστ|ος
1)
непреображённый
;
2)
непреобразуемый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
непреображённый
? —
αμετασχημάτιστος
как на
(ново)греческом
будет слово
непреобразуемый
? —
αμετασχημάτιστος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αμετασχημάτιστος
? — непреображённый, непреобразуемый
#
(ново)греческий словарь
—
προσκεφαλαιοθήκη
—
ανυφαντό
—
αραβοσιτόχρους
—
νομογραφία
—
χιτώνιο
—
εξυπνητήρι
—
ιστόρημα
—
πλευρίτης
—
τσότρα
—
τετρακοσιοστός
—
μαρτύριο
—
προβάλλομαι
—
χειρότερο
—
κορνιαχτός
—
αποτίλλω
—
οδοντάγρα
—
ακρισάριστος
—
ατύλικτος
—
λευκόχρυσος
—
υλοτομία
—
καρυδώνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве