Новогреческий словарь
ανύπνια
ανύπνια
η
бессонница
;
πάσχω από ~ — страдать бессонницей
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
бессонница
? —
ανύπνια
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανύπνια
? — бессонница
#
(ново)греческий словарь
—
δηλώνοντας
—
βίαια
—
οπιομανής
—
διασημότητα
—
ανθρωπομάζωμα
—
μνησίκακα
—
ανευρύνω
—
υπερμέτρωψ
—
εμπίπτω
—
υαλόλιθος
—
διωστήρας
—
υπερβασία
—
χωριατοπούλα
—
αντιζηλία
—
φτηνοδουλειά
—
γαβάνι
—
κατράμι
—
αναλώσιμος
—
αγαπητικός
—
χαρτοπαίχτης
—
αυτοσχεδίαση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве