|
ο вышивальщик золотом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вышивальщик золотом? — συρμακέσης как с (ново)греческого переводится слово συρμακέσης? — вышивальщик золотом — γιασεμί — πρωτιά — καλοπέραση — αγριάνθρωπος — θρυμματισμός — χταποδοσαλάτα — απίκραντος — κοσμηματοπωλείο — μοιρολογάω — καφέ-αμάν — λαίμαργος — καταβαραθρώνω — μεσακός — πανουκλιασμένος — έμπροσθεν — χνουδίζω — λατινοκρατία — αξιοποίηση — αχρωματισμός — αποσμβουλεύω — αραιόσαρκος |
|||