|
длинноносый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово длинноносый? — μακρομύτης как с (ново)греческого переводится слово μακρομύτης? — длинноносый — χνουδάτος — στρογγυλούτσικος — μικτός — αμετάθετο — συγχωρητικός — πολυθεΐα — τρεχαντήρι — θεοποίηση — θραύω — κωλύομαι — σκληρωτικός — συγκεντρικός — μεσονύκτιον — δηκτικά — σταντζιέρα — κατάπλατα — νεσεσσαίρ — φαλακρότητα — παροχετευτικός — τριβέλλισμα — τρίγλυφο |
|||