Новогреческий словарь
συνωδία
συνωδία
муз.
унисон
;
τού ψάλλω ~ — петь в унисон с кем-л. (тж. перен.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
унисон
? —
συνωδία
как с
(ново)греческого
переводится слово
συνωδία
? — унисон
#
(ново)греческий словарь
—
ανθρακοκάμινος
—
γενικότητα
—
πατρίδα
—
γαμιάς
—
αξιοκατηγόρητος
—
γενναιόκαρδος
—
υποψηφιότητα
—
γεννήτρια
—
αλσώδης
—
προσοσιαλιστικός
—
ιδιόχειρος
—
σφερδούλακας
—
βρωμόνερο
—
ευγνωμοσύνη
—
ευρύνω
—
κοτσύφι
—
εφοπλιστής
—
φορτσαρισμένος
—
απόρθητα
—
αδιανόητος
—
πράκτορας
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве