|
η силуэт; χάνω τή ~ μου — потерять фигуру #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово силуэт? — σιλουέτα как с (ново)греческого переводится слово σιλουέτα? — силуэт — μισογύνης — φυσικοθεραπευτής — κωβιός — μακελάρης — φυλλάδα — προγυμνάσιο — τερεβινθίνη — λόγχη — βικτώρια — εργένισσα — κορφολόγος — φαναράκι — στραμπούλισμα — κρεβατομουρμούρα — κουντούρι — ειδώς — συμβεβηκός — δακτυλιόλιθος — θάβω — επισημειωτικός — οσφυϊκός |
|||