Новогреческий словарь
σιλουέτα
σιλουέτα
η
силуэт
;
χάνω τή ~ μου — потерять фигуру
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
силуэт
? —
σιλουέτα
как с
(ново)греческого
переводится слово
σιλουέτα
? — силуэт
#
(ново)греческий словарь
—
καλιμπράρω
—
κατάχτηση
—
ανθρακούχος
—
μαλθουσιανισμός
—
σιδηρουργία
—
καταδικάζω
—
μεταλλουργική
—
άμια
—
αβάφτιστος
—
αυλάκιον
—
καλοσυσταίνω
—
ναζιάρα
—
σκληροκέφαλος
—
περιστερήσιος
—
δυστυχάω
—
τρυφερός
—
πολυσύχναστος
—
απλήγωτος
—
ευρυμάθεια
—
τούννελ
—
κέρμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве