|
το кирпичный завод #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кирпичный завод? — πλινθουργείο как с (ново)греческого переводится слово πλινθουργείο? — кирпичный завод — λιγώτερος — λογιότητα — υπεραγωγός — ακροβασία — διαλογιέμαι — μουρούνα — αποπλύνω — καλονοιάζομαι — συντρίμμι — απάλαφρος — ανακάτεμα — μπόδιο — ψαλμωδός — τονώνω — κόρφος — ζωννύω — διεκρέω — φευγατίζω — ανοικτιρμοσύνη — βλεννογόνος — πρακτικότητα |
|||