|
мыться, умываться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мыться? — απονίβομαι как на (ново)греческом будет слово умываться? — απονίβομαι как с (ново)греческого переводится слово απονίβομαι? — мыться, умываться — ευθυντήρας — περιφερής — πασπατευτά — διβολίζω — χτυποβροντάω — αντικαταναλωτικός — λεπτόκοκκώδης — μεγέθυνση — πετωνιά — επάξιος — υποσελίδιος — ξύστης — τεμαχισμός — καρβουνέμπορος — προσκρούω — κρουνός — μασητήρας — διατρανώνω — κατασκευαστής — επιρρέπεια — εγκόλαψη |
|||