|
η 1) анат. пах; 2) мед. бубон #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пах? — βουβώνα как на (ново)греческом будет слово бубон? — βουβώνα как с (ново)греческого переводится слово βουβώνα? — пах, бубон — ιησουιτισμός — μύκης — κέρινος — πεντάδραχμο — ενθουσιάζομαι — μακελλεύομαι — δεκαπέντε — ιερεμιάδα — μπάστρα — επίμαχα — κοσμοσυρροή — ηχητικός — οίκοι — στλεγγίδα — ντροπερός — κολυμβητήριο — αιμοπτυσία — γλύπτης — εξαγορασμός — πολυτεχνισμός — αστραποβολάω |
|||