|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ενηλικιώνομαι? — — βόρειας — αλογήσια — αμάρευμα — ευτύς — αβούλιαγος — αποζημιώνομαι — κνίδωση — βραβεύομαι — υδρομετρία — κολτούκι — κακομοίρικα — μαχμουρλού — ψυχαναλυτής — γνέμα — παχομέτρης — υπερσυνταγογράφηση — ανατροχάζω — ματζιόρε — αμπολή — ακληρονόμητος — νηφάλιος |
|||