|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ράντζο? — — ουτοπιστής — πενταετής — ριζοτόμος — οχτακοσιοστός — γκίζω — καφεδάκι — πτυχωσιγενής — αρχιμαγείρισσα — κόλλυβο — χιούμορ — διαγουμιστής — πρόσω — ολιγόστευμα — άνηθος — γέμα — χαλουμόσουπα — κοινωνιολογικός — επτάμηνος — ουδέτερος — εκσάρκωμα — βροντοχτυπώ |
|||