|
το глубомер #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово глубомер? — βαθόμετρο как с (ново)греческого переводится слово βαθόμετρο? — глубомер — αποδεκατισμός — σπάθη — έμπεδος — αξετίμητος — πασιφιστής — γωνιογνώμωνας — περίπλοκος — ανερεύνητος — αναντίρρητα — μπουλόνι — κεροπάνι — επεβλήθην — θρυμμάτιση — γωνίτσα — δασμολογώ — ριζοβόλημα — ρινοπλαστία — θορυβημένος — φωνομιμητική — απλήθυντος — κρασοβάρελο |
|||