Новогреческий словарь
αστροφυσικός
αστροφυσικός
1.
астрофизический
;
2. (о)
астрофизик
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
астрофизический
? —
αστροφυσικός
как на
(ново)греческом
будет слово
астрофизик
? —
αστροφυσικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
αστροφυσικός
? — астрофизический, астрофизик
#
(ново)греческий словарь
—
λειτουργούμαι
—
ταυτισμός
—
περόνιασμα
—
αγγειογραφία
—
παρλαπίπα
—
όργανο
—
μουσουργός
—
ογκομετρικός
—
μαλακίζομαι
—
νεοβιταλισμός
—
λεοντάρι
—
ταμπουρας
—
ενθουσιάζομαι
—
στενοχωρώ
—
οδοντοκοιλία
—
απόχρεμμα
—
γουρνάς
—
συμβιβασμένος
—
σταυρανθής
—
ασυνείδητο
—
ηλεκτρακουστική
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве