Новогреческий словарь
θρεπτικότητα
θρεπτικότητα
η
питательность; сытность
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
питательность
? —
θρεπτικότητα
как на
(ново)греческом
будет слово
сытность
? —
θρεπτικότητα
как с
(ново)греческого
переводится слово
θρεπτικότητα
? — питательность, сытность
#
(ново)греческий словарь
—
ανατρομάζω
—
πίφφερο
—
απρόσεκτος
—
αρμοστής
—
φύλλωσιά
—
αθυρματοπωλείο
—
ταπητουργία
—
ξυλοπάσσαλος
—
ηθογράφος
—
πυελοσκόπηση
—
προσοικείωση
—
μωραίνομαι
—
καχύποπτα
—
σφιγγίον
—
αντικρούστης
—
πυλωρικός
—
σκάκκι
—
κουβάλημα
—
αναμεστώνω
—
παραχαράκτης
—
σουφλέ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве