Новогреческий словарь
χρεωλυτικώς
χρεωλυτικώς
:
εξοφλώ ~ — фин. амортизировать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
χρεωλυτικώς
? —
#
(ново)греческий словарь
—
θαλασσοχελώνη
—
χελωνόστρακον
—
ασημωτός
—
γαλιμίδι
—
καμουφλάρω
—
προχειρίζω
—
καλοδούλευτος
—
άρρηχτος
—
πηλοφόρι
—
αγριόβουνο
—
ωθηση
—
νίτρωση
—
βαστιέμαι
—
εκποιημένος
—
παγερότητα
—
ευεπίφορος
—
κοσμοπολίτης
—
καρατόμηση
—
καλαπόδι
—
ηχομετρία
—
πατρικία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве