|
η 1. ряд (овощной, фруктовый и т. п.); 2. 1) рядами; 2) подряд #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ряд? — αραδιά как на (ново)греческом будет слово рядами? — αραδιά как на (ново)греческом будет слово подряд? — αραδιά как с (ново)греческого переводится слово αραδιά? — ряд, рядами, подряд — φυλακτικά — ξανθογένειος — ακροπελαγιά — δίχρους — καταριέμαι — νυχτοπερπατώ — παράπονο — τουμπακοτσάμπουνα — ελαιοφάγος — ανεπισκεύαστος — όστρια — βαρβαρικός — αντιπαρατάσσομαι — χωματίδα — καραμελλάς — επίπληξη — φαλμπαλάς — ψυχονοητικός — χιονόλευκος — αμαλγαμάτωση — σπερματοζωάριο |
|||