|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σεργιάνισμα? — — εργατα — σπατάλη — οικίζω — καμιναέριον — ερμητικότητα — Ιταλίδα — αγνός — ους — ένυδρος — δίχροος — μπαλκόνι — ώριος — δοξάρι — ταλαντούχος — λοχαγός — χρονογραφώ — ἐξ — αντιπροσωπεύων — εμβρυολόγος — Πελοπόννησος — αχρειόστομος |
|||