|
(-εως) η удар рогами #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово удар рогами? — κεράτιση как с (ново)греческого переводится слово κεράτιση? — удар рогами — έπηλυς — ξορκίζω — αστυφύλαξ — υποτελώνης — αγελαδάρης — σταφιδόκαρπος — τσακισμένος — σβήνω — χλιαίνω — μπράτσο — διαλογούμαι — εξαγνισμός — λαγάνα — αβάσταχτος — μιζέρια — εφοδιασμός — παχύφυλλος — νοομαντεία — μέρωμα — κυλινδρωτός — κατάφυτος |
|||