Новогреческий словарь
πολιορκητική
πολιορκητική
η
осада
(раздел военной науки)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
осада
? —
πολιορκητική
как с
(ново)греческого
переводится слово
πολιορκητική
? — осада
#
(ново)греческий словарь
—
κιβδηλεύω
—
τηράζω
—
λέξη
—
οσμανικός
—
ξινά
—
υποτροφία
—
κτήνος
—
οικονομάω
—
όπτιμουμ
—
ασχημομούτσουνο
—
διατορώ
—
αεροναυτίλος
—
σουρομαλλιάζομαι
—
βυθομέτρηση
—
μισθός
—
ασημοκάπνισμα
—
γρανάζι
—
αυτόφυτος
—
διακλαδίζομαι
—
κορδέλλα
—
ιστόρημα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве