|
качаться на качелях #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово качаться на качелях? — τραμπαλίζομαι как с (ново)греческого переводится слово τραμπαλίζομαι? — качаться на качелях — λακωνισμός — εργάζομαι — σούρτης — καθότι — ακανθών — κίνα — ύβωση — οργανογένεια — ενοίκιο — εμφύσημα — ζωοτροφή — γδέρνω — Τσεχοσλοβάκος — πανευτυχής — βόμβυξ — ξέρακας — βαρύγνωμος — σαρκοκάρπιο — συγκλίνουσα — ονηγός — διασπαστικός |
|||