|
το нож и вилка; τά ~α — столовые приборы (нож, вилка, ложка) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нож и вилка? — μοχαιροπήρουνο как с (ново)греческого переводится слово μοχαιροπήρουνο? — нож и вилка — αβάτευτος — απαγορευμένος — μεταβιβασμός — ωμοπλαταλγία — περιχαράσσω — παμψηφία — τίθημι — αγνωστοποίητος — γλιστράδα — ανάσυρση — στενογραφία — αλιπηγή — ανεμαζώχτρα — κοινοτοπία — άφευκτος — ένδεια — παννί — απαρενόχλητος — αλέστος — φωτισμός — κλεψύδρα |
|||