Новогреческий словарь
καπναγωγός
καπναγωγός
ο
дымоход
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
дымоход
? —
καπναγωγός
как с
(ново)греческого
переводится слово
καπναγωγός
? — дымоход
#
(ново)греческий словарь
—
εγκαλώ
—
γουμένισσα
—
ανασκίρτημα
—
δηκτήρ
—
σιτοπαραγωγή
—
διασκεπτήριο
—
ευχαρίστως
—
αναλλοίωτο
—
έμβαση
—
φωτόμετρο
—
παλαιοελλαδίτης
—
κορβέττα
—
ατριγύριγος
—
απεργοσπάστρια
—
πιάνο
—
δημιουργικός
—
αποβάφω
—
αδράνεια
—
ρίκνωμα
—
καταρραχής
—
συγγενάδι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве