|
το коровий помёт #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово коровий помёт? — βούλιθο как с (ново)греческого переводится слово βούλιθο? — коровий помёт — σηπία — πηλοσωλήν — αγελάδα — αντισημιτισμός — μπορς — τριμερώς — ρινοφωνία — καμαρωτός — συγχρονιστικός — κουμπαράς — γλυκόζωος — παγίδευση — ολόσωμος — πιένα — παραγκώνιση — αξαδέρφισσα — παραγκωνισμός — παράγομαι — σφυγμικός — περισταλτικός — γλυκαναπαύομαι |
|||