|
ο 1) театральная труппа; περιοδεύων ~ — гастролирующая труппа; бродячая труппа #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово театральная труппа? — θίασος как с (ново)греческого переводится слово θίασος? — театральная труппа — ακαταλόγιστος — μοναρχικός — υπάλληλος — τρώγλη — ξελαιμιάζομαι — συναγελάζομαι — αναβολιά — αναρριχώμαι — εξώθερμος — ανάδυση — οπλοποιείο — ζαχαρωμένος — αποχαιρετιέμαι — εσώρουχο — πιτύργιασμα — αμαξουργία — ελλοβοσπέρματος — ανοητεύω — αγριοκόκκορας — αντιδημαρχία — εφοδευτής |
|||