|
το корпия (для перевязки) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово корпия? — μοτόν как с (ново)греческого переводится слово μοτόν? — корпия — φοιτηταριό — ονειρικός — πωλήτρια — πυρόμετρο — διαστρέβλωση — κεντρόσφαιρα — μπερδεύω — αμφισβητούμενο — εγίρα — πλατυκέφαλος — λάσπωμα — βιβλιοπώλισσα — σφαγιό — καπνομάγαζο — νερουλάς — ασκητεία — δίχαλος — αλοπεριδόλη — υγιεινολογία — τσίφ — καλσόν |
|||