|
αόρ. от στρέφομαι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εστράφην? — — ανθρακοφόρος — οἰκίσκος — ολάκριβος — ξενόκουμπο — εισελαύνω — αυτοαγωγή — συστηματοποιούμαι — θρηνωδώ — τζιριτζάντζουλα — ιγνυακός — διαπερατός — επιθετικότητα — πασσαλοσανίς — υπερθέτω — αντιπολιτευτικός — μοσχοβόλος — μελοποιώ — περίεργος — λοίσθιος — καπνοσύριγγα — μεταλλοχημικός |
|||