|
το тайна; секрет; τό επαγγελματικό ~ — профессиональная тайна; τό ~ τών επιστολών — тайна переписки; === ο εξ ~ήτων — наперсник (тж. ирон.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тайна? — απόρρητο как на (ново)греческом будет слово секрет? — απόρρητο как с (ново)греческого переводится слово απόρρητο? — тайна, секрет — χαώδης — αυθωρεί — χειρολαβή — ναυάγιο — σημαιούλα — κεραμιδόγατος — γρανάτα — δρεπάνι — ανωφερειακός — χηρεία — αλσοδίαιτος — διευρύνομαι — μεροληπτικός — κροκέ — αγάντζωτος — κωλόπουστας — πορνεύομαι — τεσσαρακοντούτης — βακτηριολογία — νεόνυμφη — μαστρολόϊ |
|||