|
весь, целый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово весь? — αλάκερος как на (ново)греческом будет слово целый? — αλάκερος как с (ново)греческого переводится слово αλάκερος? — весь, целый — Ανθή — βιβλιομανία — επιμέλεια — κερδοφορία — αποκτείνω — αμφιετηρίδα — αρπαγμός — αλοιδόρητος — συριγματώδης — αειμακάριστος — θερμοηλεκτρικός — στάφνη — αναδωμός — ευεργέτημα — άμαλλος — αράφι — κάβα — διπλόκωπος — σγόμπος — πενθημερία — καλιγώνω |
|||