Новогреческий словарь
ενί
ενί
:???
εν ~ λόγω — одним словом
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ενί
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ξερονήσι
—
ακουλλούριαστος
—
αρλούμπα
—
εψές
—
ακοίμιστος
—
Ποσειδώνας
—
ξυλοφόρτωμα
—
αφιλονίκητος
—
αμπαλλάρισμα
—
επτάδυμος
—
ζωντόβολο
—
ομοιοστασία
—
σταρήθρα
—
φούστα
—
αλλοιοφανής
—
αποσταλάζω
—
μυθοπλαστία
—
δεοντολογία
—
χηνάκι
—
λιχουδιάρης
—
τύψη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве