|
переводить (чаще с кафаревусы на димотику) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово переводить? — μεταγλωττίζω как с (ново)греческого переводится слово μεταγλωττίζω? — переводить — ανσχαίνω — επιφυλακτικός — προπέτης — αφεντιά — εξώστης — ναι — διακεκριμένος — ονειροπολώ — γλύκωμα — αθρόνιαστος — υπενδύω — φιλώ — παρασυμπαθητικός — σφάκτης — βαρίτης — εύληπτος — εγγυοδοτώ — ισόβαθμος — άφτιαχτος — κρυφογελώ — κορακάτος |
|||