|
το хим. калий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово калий? — κάλιο как с (ново)греческого переводится слово κάλιο? — калий — τύλιγμα — μαγνητογράφος — μηλόπιτα — τροφοδοσία — γονόρροια — τζίφος — αλαργάρω — θρηνωδός — εξοβελιστέος — ενήμερος — πικροθάλασσα — αναλίσκω — ασχημοσύνη — ποιμεναρχία — ειρηνοποιός — χαμάδα — μπανανιά — διχαλωτά — έχιδνα — απαρχαιώνομαι — καμινεύς |
|||
|