|
ο 1) морской конёк; 2) анат. гиппокамп #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово морской конёк? — ιππόκαμπος как на (ново)греческом будет слово гиппокамп? — ιππόκαμπος как с (ново)греческого переводится слово ιππόκαμπος? — морской конёк, гиппокамп — καβάδι — διαφώτιση — αχωνευσία — τσιτσιρίζω — σκανδαλοθηρω — συνδημότης — μπεκιάρης — καναδικός — ζαρκάδι — στύφω — φρυγανιά — αχόλιαστος — πολυπύρηνος — σπανακοτυρόπιτα — καραβοκύρης — ευήλατος — συμφυία — υδρόφις — επιβοηθητικός — σχίνος — άριεμα |
|||