|
το тюрбан, чалма #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тюрбан? — σαρίκι как на (ново)греческом будет слово чалма? — σαρίκι как с (ново)греческого переводится слово σαρίκι? — тюрбан, чалма — πέτρωμα — πτωμαΐνη — καταλυτής — φακοειδής — ακρισάριστος — αποχρωματίζω — περιρραντίζω — φλεβοτόμος — ενανθρωπώ — αδιαφέντευτος — κοντόβραδο — αποτριχώνω — μυκητίαση — βουτυρίλα — γέμω — μικρόζωο — οπισθοβασία — αγοραίο — κωπηλάτισσα — γαύγισμα — παιγνιδιάρης |
|||