|
η датчанка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово датчанка? — Δανίδα как с (ново)греческого переводится слово Δανίδα? — датчанка — πιστάκιον — άπνιχτος — παπάκι — λακέρδα — χαρουπόψωμο — δείξος — συχνοπηγαίνω — πιστεύω — εξωπροίκια — μποκάλι — εκβληστάνω — βρεσίδι — διβάρι — ανθήλιος — επόμενος — αποσκότεινα — συμπεθεριά — φουντώνω — διαχαράσσω — σφαιριστής — σταλιά |
|||