|
ο ист. гиппарх, начальник конницы #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гиппарх? — ίππαρχος как на (ново)греческом будет слово начальник конницы? — ίππαρχος как с (ново)греческого переводится слово ίππαρχος? — гиппарх, начальник конницы — ζαβάγρα — λιακάδα — φραγκοράφτρα — ακοστάρισμα — αγριαψινθιά — χύλισμα — μισοφούστανο — άβαφτος — σακαράκα — μπερδεύομαι — αναρίγισμα — κηρός — εξήψα — αμμωνιακό — υποβιταμίνωση — επιστημονικοφανής — πλαταράκια — γλυκόπικρος — μονοκότυλος — χαλί — γιορντάνι |
|||