Новогреческий словарь
ανακαθιστός
ανακαθιστός
сидящий с вытянутыми ногами
;
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сидящий с вытянутыми ногами
? —
ανακαθιστός
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανακαθιστός
? — сидящий с вытянутыми ногами
#
(ново)греческий словарь
—
ταραχοποιός
—
μηχανότρατα
—
ηλεκτρομηχανή
—
κατασχετήριο
—
έμπεδος
—
ειδώς
—
κανναβένιος
—
ψευτοφυλλάδα
—
χλωροφόρμιο
—
λαϊκίστικα
—
μαργαρινικός
—
ανθολόγηση
—
αβουτύριαστος
—
αντικαπιταλιστικά
—
νεφελομετρία
—
διαχωρίζομαι
—
scabellum
—
επισκευασμένος
—
σκυθρωπάδα
—
νερόβραστος
—
αναστόμωση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве