Новогреческий словарь
συνάλλαγμα
συνάλλαγμα
το
валюта
;
ξένο ~ — иностранная валюта
;
η τιμή τού τάγματος — валютный курс
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
валюта
? —
συνάλλαγμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
συνάλλαγμα
? — валюта
#
(ново)греческий словарь
—
αγγειεκτασία
—
ακαλανάρχητος
—
οινέμπορος
—
φαρμακίλα
—
ξενοπλύνω
—
κολποκήλη
—
καθαρτήριος
—
συγχωρητικός
—
σιγάρο
—
πετρωτός
—
υποχώρηση
—
πάντρεμα
—
προπέμπω
—
άσπιτος
—
ταυτόφωνος
—
βήμα
—
μετάγω
—
νικοτινισμός
—
πολίτισσα
—
αχλαδίτης
—
νυσταγμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве