Новогреческий словарь
κατέσχον
κατέσχον
αόρ. от κατέχω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
κατέσχον
? —
#
(ново)греческий словарь
—
βρωμιούχος
—
κισσοστεφής
—
δεδικασμένο
—
γελασίναι
—
αλιγούρευτος
—
όνος
—
συστεγάζομαι
—
αρωματίζομαι
—
πρόσφατα
—
καθηγεσία
—
ανταποκρινόμενος
—
νευρογλοία
—
κυπαρισσόμηλο
—
χαμόβατος
—
ανεμφάνιστος
—
ψιλοκόβω
—
ματόπονος
—
ανακλητήριος
—
γενωμένος
—
—
φρόκαλο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве