Новогреческий словарь
νεραϊδογεννημένος
νεραϊδογεννημέν|ος
фольк.
рождённый русалкой
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
рождённый русалкой
? —
νεραϊδογεννημένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
νεραϊδογεννημένος
? — рождённый русалкой
#
(ново)греческий словарь
—
καλαμοκάνα
—
ανεξίθρησκος
—
αλέτρι
—
εσωθικά
—
ψευτόμαγκας
—
κολλάρω
—
καταφάνερος
—
ομιλώ
—
θησαυροφύλακας
—
γαμπάρα
—
γυψοπλάστης
—
ανακαθαίρω
—
γλυκοχαμόγελος
—
νύγμα
—
μετριοφρόνως
—
ταξιθέτης
—
Μογγολία
—
αλαβαστρίτης
—
ζουρλαμάρα
—
πιεστήριο
—
αλέθω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве