|
παθ. αόρ. от επιπλόκω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово επεπλάκην? — — μεταμελούμαι — αμόλυντος — λυσσάζω — ανασυνιστώ — εκβιαστικός — καρατόμία — ανθολόγος — αφαρπάζομαι — ανέφελος — δεκαεφτάχρονος — ταξιτζίνα — πατρικός — ακουαρελίστας — βραχυδιάστα — ανοίκειος — λυκάκι — μπορντούρα — διαπιστεύω — Ιούνης — αβδέλλα — διαλλάσσομαι |
|||