Новогреческий словарь
πανοικτίρμων
πανοικτίρμων
(-όνος) ο
всемилостивый, всемилостивейший
(эпитет бога)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
всемилостивый
? —
πανοικτίρμων
как на
(ново)греческом
будет слово
всемилостивейший
? —
πανοικτίρμων
как с
(ново)греческого
переводится слово
πανοικτίρμων
? — всемилостивый, всемилостивейший
#
(ново)греческий словарь
—
ταπετσάρω
—
πληκτροφόρο
—
ψαρόκολλα
—
γρήγορος
—
πιάστρα
—
λαθροϋλοτόμος
—
σκεπτικότητα
—
δρομομετρία
—
μεγαληγορώ
—
'λιοκαμένος
—
ελασματουργός
—
καταβιβασμός
—
ασυνεσία
—
έσοδο
—
αντεκδικήτρα
—
Μακαριώτατος
—
ανακουφωτός
—
εκγερμανίζω
—
φονεύς
—
ερευνητής
—
ρητινοσυλλέκτρια
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве