Новогреческий словарь
δυτικός
δυτικός
1.
западный
;
~ό ημισφαίριο — западное полушарие
;
~ή εκκλησία — римская или католическая церковь
;
2. (о)
католик
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
западный
? —
δυτικός
как на
(ново)греческом
будет слово
католик
? —
δυτικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
δυτικός
? — западный, католик
#
(ново)греческий словарь
—
αποπίσο
—
συνιδιοκτήτρια
—
βλαχοκάλυβο
—
γαλουφάρω
—
συνδιάλεξη
—
αλληλοσκοτωμός
—
κατανόηση
—
παραέχω
—
μηνιαίος
—
επέρρωσα
—
γναφιάς
—
χτυποβροντάω
—
γεωπονική
—
τρόχιλος
—
χαροκαίομαι
—
ασυγχρονισμός
—
αναπολόγητος
—
αναισθητοποιούμαι
—
κακοσυσταίνω
—
αλσάκι
—
αριολόγι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω