|
собачий; === με ~ινη όρεξη — с волчьим аппетитом; χίλιες οκάδες βούτυρο σε ~ινο τομάρι — погов. [phrase]из грязи, да в князи[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово собачий? — σκύλίστικος как с (ново)греческого переводится слово σκύλίστικος? — собачий — δασκαλικός — κατσάδα — μοσχομυριστός — νερόμυλος — ροχαλητό — Βίβλος — αρτοπώλης — καταπραΰνω — ολισθηρός — φαρισαϊσμός — γουνώνω — αντιπεριφερειάρχης — χειριστήριο — διαγώνισμα — γονατιστός — σκουπόχορτο — ξάλεσμα — χαρτοθήκη — εγωκεντρικός — γλίστρημα — στρογγυλός |
|||