|
педантичный, буквоедский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово педантичный? — δασκαλίστικος как на (ново)греческом будет слово буквоедский? — δασκαλίστικος как с (ново)греческого переводится слово δασκαλίστικος? — педантичный, буквоедский — πραγματογνωμοσύνη — εδαφίζω — απολαύω — ανθομυρίζω — φαγάδικο — ξεραγγιανός — ξύομαι — παθός — τσιγκούνικος — περδικόπουλο — εγγλύφις — φερώνυμος — μινουέττο — αγγελόκρουσμα — κορακίστικα — περιφερής — χειλαράς — ευερέθιστος — αυθυποβάλλομαι — μυελίτιδα — πυροβολικός |
|||