Новогреческий словарь
εφόλκιον
εφόλκιον
το мор.
корабельная шлюпка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
корабельная шлюпка
? —
εφόλκιον
как с
(ново)греческого
переводится слово
εφόλκιον
? — корабельная шлюпка
#
(ново)греческий словарь
—
μή
—
εκπωμάτιση
—
νεφρολιθοτομία
—
εναυσματοθέτης
—
ζωογονώ
—
αναβροχιά
—
αρμάθιασμα
—
χωρίζω
—
εγχυματικά
—
λουτροθεραπεία
—
αποθέρισμα
—
σπαραξικάρδιος
—
αρματομαχία
—
προστυχόπραμα
—
απομαδώ
—
ύψωμα
—
εκτύπωμα
—
καλονάρχημα
—
παθαίνω
—
επαναδραστηριοποιημένος
—
βιολέττα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,