|
το уменьш. от τσούλα (распутная женщина) #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τσουλί? — — περγαμόντο — γλεντώ — χύτης — φορτηγιδοφόρο — γλυστρίδα — λερώνει — σελίδωση — κρανιοσκοπικός — πρωταυγουστιά — αγιογραφώ — αΰπνωτος — απελέκητος — παζάρευμα — ευθύς — πορτάρω — αδενεκτομή — γαμπιέρης — εύνους — επιπάσσω — αχρειεύω — αυτοκαταστροφή |
|||